- καυσαλγία
- Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών από τη βλάβη παρουσιάζεται στο άκρο πόνος, ο οποίος συνοδεύεται από σημαντικές αγγειακές και τροφικές διαταραχές στο δέρμα και στα νύχια, εξαιτίας περιφερικού νευρικού τραυματισμού. Οι μεταβολές αυτές καθώς και ο καυστικός πόνος, όταν προσβάλλεται ο βραχίονας, εκτείνονται μερικές φορές έως τον λαιμό και το πάνω μέρος του στήθους, ενώ, όταν προσβάλλεται το σκέλος, απλώνεται στο κατώτερο μέρος της κοιλιάς. Οι πόνοι δυναμώνουν από το φως, τον θόρυβο ή τη μετακίνηση του αρρώστου και μετριάζονται από την ψύξη ή το βρέξιμο του μέλους.
* * *ηιατρ. διάχυτος συνεχής πόνος που δημιουργεί εντύπωση καψίματος αρκετής έντασης και ο οποίος προκαλείται ή επιτείνεται με την ελάχιστη επαφή, με τις αλλαγές τής θερμοκρασίας, με τον θόρυβο και τις συγκινήσεις και συνοδεύεται συχνά από άγχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. causalgia < caus- (πρβλ. θ. καυσ- τού καίω) + -algia (πρβλ. -αλγία < -αλγῶ < ἄλγος)].
Dictionary of Greek. 2013.